τρίεδρος, -η

τρίεδρος, -η
-ο αυτός που έχει τρεις έδρες, που σχηματίζεται από τρία επίπεδα: Τρίεδρη γωνία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τρεις έδρες, αυτός που σχηματίζεται από τρία επίπεδα («τρίεδρη γωνία») 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίεδρο μαθημ. σχήμα που ορίζεται από τρία τεμνόμενα επίπεδα σε ένα σημείο Ο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + εδρος (< έδρα), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”